Συναντιόμαστε και απομακρυνόμαστε δημιουργώντας μονοπάτια. Με άλλους είναι παράλληλοι οι βίοι και με άλλους τεμνόμενοι. Αυτή η τομή που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο, πόσο καιρό θέλει για να σβηστεί; Την αναιρείς και περπατάς αλλού, σαν να μην συναντήθηκες ποτέ ή συνεχίζεις την πορεία επ’ άπειρον, αφήνοντας την τομή πίσω; Και αν συναντηθείτε και παρακάτω; Οι φιγούρες τεσσάρων ανθρώπων, ενός σκύλου και μιας παλιάς φωτογραφίας συνθέτουν ένα λυπητερό σκηνικό. Οι ζωές τους χωριστές, όμως μπλέκονται ανεξίτηλα, κάπως παράδοξα. Όσο σθένος και να δείξεις, δεν προχωράς, πάντα θυμάσαι και συναντάς. Ατέρμονη θλίψη να μην έχεις αυτόν που συναντάς. Ξανά και ξανά.
Αγαπημένο απόσπασμα:
«Ανέβηκε την εσωτερική σκάλα και κατευθύνθηκε στην κάμαρά της. Στάθηκε μπροστά από το μπουντουάρ και χτένισε με προσοχή τα μαλλιά της. Έπειτα, τα έπλεξε μια χοντρή κοτσίδα και τα έπιασε με έναν κόκκινο φιόγκο που φύλαγε στο συρτάρι κάτω απ’ τον καθρέφτη. Φοβήθηκε σαν αντίκρυσε το ωχρό της πρόσωπο, προπάντων μόλις παρατήρησε τις ρυτίδες πλάι στο στόμα. Εκεί όπου είχε πέσει μαζεμένη η πούδρα, πρόσεξε κι άλλες μικρές ρυτίδες, στις κόγχες των ματιών. Έλειπε η φρεσκάδα της. Γερνούσε. Και γερνούσε μόνη. Αναστέναξε και αποπειράθηκε με μια βαθιά ανάσα να παραλείψει την ταλαιπωρία των τελευταίων ημερών. Πήρε από τη βιβλιοθήκη να διαβάσει ποίηση του Πόε, μα δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της. Ήπιε αργά μια γουλιά από το ποτό της και ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη του μπουντουάρ. Συγκεντρώθηκε τότε στη στρεβλή ανάκλασή της, στο παραμορφωμένο της πρόσωπο. Ατένισε, όχι μονάχα το δικό της είδωλο, αλλά ολονών. Είδε πρώτα τον πατέρα του παιδιού της, είδε τον Ιβάν, τη Μαρία – Λουίζα και, τέλος, είδε τον Λουκά. Αναρωτήθηκε αν τη σκεφτόταν ποτέ και, αν ναι, τι ακριβώς σκεφτόταν. Ευχήθηκε σιωπηρά να μην ήταν όλο κι όλο μια σαρκική επιθυμία για εκείνον».