Είκοσι έξι διηγήματα, ανόμοια μεταξύ τους που δεν οδηγούν σε κοινή ιστορία, ως καταγραφές βιωμάτων ενός νέου από ένα μικρό θεσπρωτικό χωριό, σκηνών της πόλης που υπόσχονται ένα πρόσφορο μέλλον και ταυτόχρονα κριτική στον άνθρωπο, σαν να είναι κάτι εύπλαστο από υλικά σκληρά. Κείμενα που «παίζουν» ανάμεσα στον κυνισμό και στον ερωτισμό, μέσα από χιουμοριστικά ή πικρά σκηνικά. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι συνήθως πρόσωπα καθημερινά που όλοι κάπου έχουμε συναντήσει. Ο αναγνώστης έχοντας και μη αντίστοιχες εμπειρίες, συμπαθεί τους χαρακτήρες που «αναπηδούν» μέσα από τις σελίδες, κάνοντας τις αναγωγές στα ατομικά βιώματα να μοιάζουν με θύμησες του νου.
Αγαπημένο απόσπασμα:
Και να μην γελούσε γελούσαν τα μάτια του. Ίσως αυτό το μόνιμο χαμόγελο ξεγέλασε τον κόσμο. Με άσπρη μέρα τον παρομοίαζαν οι γριές στη γειτονιά. Είχαν δυο παιδιά και πήγαιναν για το τρίτο. Ήταν φανερό ότι η γυναίκα του ήταν το στήριγμά του. Άριστος τεχνίτης οικοδομών δεν έχανε μεροκάματο. Είχε και μια βάρκα- Μιμόζα, το όνομα της γυναίκας του- και καμμιά φορά έδινε ψάρια στην γειτονιά, στις γριές. Είχαν κι έναν κηπάκο που τον φύτευαν χειμώνα-καλοκαίρι. Αλλά και όταν σπάνια καθότανε στα πόδια της γύριζε. Θα το ήθελε βέβαια κι αυτή γιατί αυτός ο στιβαρός άνδρας ήταν κατά κάποιον τρόπο σαν γλυκύτατο αγόρι. Όταν τον έβλεπαν οι συνάδελφοί του στην οικοδομή άνοιγε η καρδιά τους. Είχαν έρθει από την Αλβανία με το μεγάλο κύμα και δεν θέλησαν ν’ ανοιχτούν προς την πλουσιότερη Ελλάδα. Άμα η πατρίδα τους δεν είχε αυτό το τερατώδες καθεστώς θα τον φανταζόσουν να χορεύει στις λαϊκές γιορτές, στάχυ και σταροχώραφα. Μόνον καλά αισθήματα έτρεφαν γι’ αυτούς στην γειτονιά. Δεν είχα βλαστήσει ακόμα- δεν είχαν γίνει χρόνιοι οι δεσμοί- η χαιρεκακία και η αντιζηλία. Έτσι δεν πιστεύω να ισχύουν αυτά που ειπώθηκαν για το μάτι του κόσμου όταν τους χτύπησε κεραυνός.