Πάντα μου άρεσαν οι «παράξενοι» άνθρωποι. Συγκεκριμένα, οι μοναχικοί που κλείνουν την πόρτα του σπιτιού τους και μεταμορφώνονται σε κυρίαρχους του χώρου τους, μη επιτρέποντας σε κανέναν να εισβάλει· εκτός από αυτούς που τους εγείρουν πάθη, τους προγραμματίζουν τον εγκέφαλο, σχεδόν τους διοικούν. Ο κύριος Αδαμόπουλος αποτελεί ένα αυθεντικό δημιούργημα! Ένας αντιήρωας που παρουσιάζεται ως άνθρωπος με συμπλέγματα άλυτα και βιώνουμε τις εμμονές, τα πάθη και τις αδυναμίες του. Κάθε σελίδα ένα βλέμμα μας μέσα από την (κόκκινη;) πόρτα· και πού να ήξερε ότι η ζωή του έγινε μυθιστόρημα αστυνομικό και ξεσήκωσε τον κόσμο στο πόδι. Σχεδόν, άθελά του.
Αγαπημένο απόσπασμα:
«Έγινε ότι μ’ αυτά που κάνεις δεν μπορώ να χαρώ ούτε μια στιγμή την επιτυχία μου. Έγινε ότι έχω γίνει καχύποπτος με όλους. Έγινε ότι εκείνη η βρομόγρια σε είδε. Έγινε ότι πάλι πρέπει να καθαρίσω όσα άφησες πίσω σου». Οι λέξεις είχαν βγει με δυσκολία από το λαρύγγι του. Τις είχε φτύσει μία μία, δίχως να σηκώσει το κεφάλι του, δίχως να κοιτάξει τα μάτια του φίλου του. Αισθάνθηκε λίγο πιο γέρος από πριν. Τον κούραζε υπέρ το δέον όλη εκείνη η κατάσταση που έδειχνε να έχει έρθει από το παρελθόν. «Σταμάτα την κλάψα!» του φώναξε ο Κώστας. Ο κύριος Αδαμόπουλος ένιωσε όλο του το κορμί να παγώνει. Ένα συναίσθημα ανάμεσα σε φόβο και ντροπή τον έσφιγγε από παντού. Σήκωσε δειλά το βλέμμα του στον καθρέπτη και κοίταξε το πρόσωπο του φίλου του. Δεν χαμογελούσε πια. Τον κοιτούσε άγρια, με σμιχτά φρύδια. Οι μύες της σιαγόνας του σχημάτιζαν μικρούς κυματισμούς καθώς τους έσφιγγε. Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα του ορμούσε. Ήταν κοινό μυστικό ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί τον θυμό του. Δυστυχώς όμως για κείνον, καμία σωματική επίθεση δεν έλαβε χώρα. Το αναμενόμενο, αν και τρομακτικό, θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Αντίθετα, το πρόσωπο του Κώστα πήρε ένα ύφος αηδίας, σαν να είχε γευτεί κάτι από καιρό χαλασμένο και συμπλήρωσε τη φράση του. «Όλα για σένα γίνονται, δεν το βλέπεις; Είμαι και πάλι εδώ για εσένα, ηλίθιε! Κάτι πρέπει να κάνεις κι εσύ όμως. Δεν γίνεται να συνεχίσεις να είσαι τόσο λίγος!» Γύρισε την πλάτη του κι έφυγε αφήνοντάς τον μόνο. Ο κύριος Αδαμόπουλος περίμενε λίγο μέχρι ν’ απομακρυνθεί. Τα μικρά στρογγυλά μάτια του γυάλισαν από τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί. Η τελευταία λέξη του Κώστα τον είχε χτυπήσει στο πιο ευαίσθητο σημείο. Λακριμόσα… Η γροθιά του χτύπησε με δύναμη στον καθρέπτη, σπάζοντάς τον. Τα δάκρυα στα μάτια του σταμάτησαν, τα δάχτυλά του κόπηκαν. Ο πόνος είχε κάνει τη δουλειά του. Συναίσθημα και σκέψη είχαν στραγγαλιστεί.
Βαγγέλης Μαργιωρής, Το σπίτι με την κόκκινη πόρτα, εκδόσεις Πνοή, Αθήνα: 2019, σσ. 140-141.
Βρείτε το εδώ: https://www.ekdoseispnoi.gr/product/το-σπίτι-με-την-κόκκινη-πόρτα/