Μια φράση που μπορεί να συμπυκνώσει έναν μεγάλο έρωτα είναι: «το περάσαμε μαζί». Στην περίπτωση βέβαια αυτή, ενός ομόφυλου έρωτα, οι δυσκολίες που προκύπτουν χρειάζονται διπλή προσπάθεια από το ζευγάρι. Ακολουθούμε την ιστορία του Αλέξανδρου και του Πάνου από τη φευγαλέα γνωριμία, μέχρι τα πιο βαθιά μυστικά. Η ιστορία αποτελεί αφήγηση του πρώτου, ως γράμμα που καταγράφει τις στιγμές, τις αναμνήσεις, τις εμπειρίες τους. Βασικός αντίπαλος όμως δεν είναι ο περίγυρος, αλλά οι διαρκείς εσωτερικές φωνές ενός ταλαιπωρημένου ανθρώπου, που φωνάζουν ότι δεν αξίζει την αγάπη. Και το θλιβερότερο όλων, ότι τη βρήκε και δεν μπορούσε να τη ζήσει.
Αγαπημένο απόσπασμα:
«Ακούστε να σας πω» συνέχισε δυναμώνοντας τη φωνή της. «Άκου, Πανούλη. Φοβόμουν για σένα. Φοβόμουν τη μοναξιά σου, φοβόμουν τις επιλογές σου, φοβόμουν τη σιωπή σου που δεν άνοιγε και δεν ήξερα τι να πιστεψω, τι να περιμένω. Βλέπεις η έρμη, δεν ήθελα όλα να τα μαθαίνω από αλλού, αλλά έτσι συνέβαινε. Όταν μεγάλωσες κι άλλο κι εμείς φύγαμε για το χωριό, φοβόμουν κι έτρεμα που ήξερα ότι παραπαίεις ανάμεσα στο ποτό και στην πολλή δουλειά. Ε, τώρα πια, από τούτη την ώρα σου το λέω, δεν θα φοβηθώ ποτέ ξανά για σένα. Χαίρομαι για εσάς! Χαίρομαι που βρήκες επιτέλους έναν άνθρωπο να αγαπάς και να σε προσέχει…» είπε σκύβοντας να φιλήσει πρώτα το δικό μου χέρι κι έπειτα του γιού της. Άνοιξαν επιτέλους τα μάτια. Μας πήραν τα κλάματα. Γελούσαμε, κλαίγαμε και μιλούσαμε για ώρες έτσι οι τρεις μας κουβαριασμένοι. Η σιωπή είχε σπάσει σε χιλιάδες κομμάτια. Η χαρά της αποδοχής, η χαρά της αποδοχής της μάνας που σου έδωσε μια ευλογημένη μέρα τον κόσμο, πλημμύρισε το σπίτι πλημμυρίζοντας τις ψυχές μας. Τα μάγια έσπασαν. Η αγάπη νίκησε. Γιατί η αγάπη, η αληθινή αγάπη, βρίσκει πάντα τη δύναμη ακόμη και στις πιο δύσκολες, τις πιο μεγάλες μάχες να νικάει.