«Παππού, θα μου πεις μια ιστορία; Πατέρα, μάνα, γιαγιά, θεία, θείε, ξάδερφε, αδερφέ μου άγνωστε, θα μου πεις μια ιστορία;». Την ιστορία σας. Την ιστορία μας. Ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα που χωράει τον πόνο της ξενιτιάς. Περιγραφές και αφηγήσεις μεταναστών μακρινές, αλλά πάντα τόσο επίκαιρες. Ωμές μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν μετακινήσεις, πείνα, αστάθεια, στερήσεις πολλές. Λέξεις που κουβαλούν ιστορίες, τσουβάλια αναμνήσεις, πρόσωπα τραυματισμένα, φωτογραφίες πολυταξιδεμένες περνούν τα σύνορα, ενώ αυτοί που απεικονίζονται είναι εγκλωβισμένοι. Γεγονότα μεγάλα, παρουσιασμένα σε μικρές καθημερινές, ανθρώπινες στιγμές. Μετανάστες σε ξένη χώρα, μετανάστες ξανά στη δική τους χώρα, στη δική μας χώρα, στην χώρα, τελικά, κανενός.
Αγαπημένο απόσπασμα:
Θα δώσω στο Γυμνάσιο. Ξεκινάμε πρωί με τον πατέρα, η μάνα με φιλάει και με σταυρώνει. Στο δρόμο θυμόμαστε το απολυτήριο, γυρνάμε να το πάρουμε. «Κακό σημάδι» λέει η μάνα. Κάτι κρυώνει μέσα μου. Δύομισι ώρες ώς το λεωφορείο. Βγαίνουμε από το χωριό, χανόμαστε στις κουμαριές. Πιο κάτω πέφτουμε πάνω σ’ ένα φαντάρο που χέζει του καλού καιρού. «Με συγχωρείτε, έχω διάρροια» μας λέει. Μπαίνουμε στο λεωφορείο. Πολλά παιδιά, αμίλητα και μουδιασμένα. Οι πατεράδες μας φωνάζουν, αστειεύονται. Βλέπω τις πινακίδες: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΖΕΙΝ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ. Απαρέμφατο σκέφτομαι. Θέλω να το πω στον πατέρα, μόλις κρατιέμαι. Είμαι σίγουρος πως θα πετύχω. Ξανακοιτάζω τις πινακίδες, τους ανθρώπους γύρω μου. Κουβεντιάζουνε και καπνίζουν. Φοράμε το καπέλο με την κουκουβάγια. Χαιρετάμε τους καθηγητές στρατιωτικά, όπου τους βρούμε. Ο Λευτέρης δεν χαιρέτησε τον διευθυντή τη Πέμπτη στο παζάρι. «Δεν με είδες, παιδί μου;» «Σας είδα, κύριε διευθυντά», «Τότε γιατί δεν με χαιρέτησες;» «Κ…ρατούσα το μουλάρι του πατέρα μου…» Ένας που γέλασε έφαγε δυο χαστούκια. Ο Λευτέρης πήρε μια μέρα αποβολή, πήγε στις ελιές με άλλους εξωσχολικούς, κάπνισε τσιγάρο.