Αρχές του εικοστού αιώνα, σε ένα μικρό νησί του Τοσκανικού Πελάγους οι κάτοικοι μοιάζουν με πλοία σκουριασμένα. Μπαρκάρουν, εξερευνούν, σκίζουν τα κύματα, το εσωτερικό τους βράζει, όμως το βύθισμα είναι αναπόφευκτο. Ιστορίες ναυτικών που αφήνουν γυναίκες στα λιμάνια να μαραζώνουν. Γυναίκες που παλεύουν με δαίμονες και γιατροί που αντιμάχονται ιερείς, φάρμακα κατά του διαβόλου. Διαβάζοντας, νιώθεις την υγρασία, την αρρώστια, τη λαγνεία και το θανατικό ως αλλεπάλληλα χτυπήματα. Υποκεφάλαια χωρισμένα με πρόσωπα, ένα παζλ που τα κομμάτια ξεβράζονται σαν πτώματα φαγωμένα. Και το σπουδαίο είναι ότι όσο πιο φαγωμένα, τόσο πιο ολοκληρωμένη η εικόνα. Άρτια, άγρια, προδομένη, ακατανίκητη Καπράγια.
Αγαπημένο απόσπασμα:
Έβαλα το νυφικό της μαμάς. Μου κάνει. Άνθη λεμονιάς στολίζουν τα μαλλιά μου. Ο καπτα – Μπαρτόλο μου σφίγγει τον καρπό. Πονάω. Δαγκώνω τη γλώσσα μου για να μην ουρλιάξω. Στυφό πολύ το αίμα. Το καταπίνω. Βασανιστικές γουλιές μικρού θανάτου. Μουσικές και τραγούδια, μα δεν είναι για μένα. Δεν τα θέλω. Λουλούδια ριγμένα στα σοκάκια, να τα πατήσει η νύφη η αγνή. Δεν είμαι εγώ η αμόλυντη, δεν είμαι εγώ. Μ’ ακούτε; Δεν είμαι εγώ. Πόρνη, μια πόρνη στα λιμάνια, αυτό μου πρέπει. Να χορταίνω τους πεινασμένους και να μη με γνωρίζει κανείς τους. Στα μουγκά. Όλα τη νύχτας τα παιχνίδια στα μουγκά. Για να τον εκδικηθώ. Η γειτονιά μού τραγουδά, ο Μπαρτόλο ξοδεύτηκε. Να οι λίρες για τα όργανα, για τα κρασιά και τα φαγητά. Γελά κι αλλιώτικο σαν να είναι το μούτρο του. Ανάλαφρο. Σαν να φεύγει το βάρος μου από πάνω του. Τον σιχαίνομαι, τον μισώ, όλους τους μισώ. Φτάνουμε στην εκκλησία. Ο Μάριο με τη σκύλα τη μαμά του με περιμένουν. Βλέπω φευγαλέα το πρόσωπό μου στο τζάμι της εκκλησίας. Όμορφο, γαλήνιο. Είναι δυνατόν; Βράζω από θυμό. Η Οφέλια με κοιτά, γερασμένη, με πρόσωπο γεμάτο αυλακιές, και ο γιατρός Σέρτζιο με χαιρετά με λυπημένα μάτια. Του το ξομολογήθηκα. «Άλλονε αγαπώ, με άλλονε κοιμάμαι». «Το ξέρω» μου είχε πει. «Και σε καταλαβαίνω».