Δύο βότανα, Λουίζα και Βαλεριάνα, παίρνουν σάρκα, οστά, ονείρατα, πάθη, ξόρκια και πλάθονται από αυτά ως γυναίκες, γνήσιες κληρονόμοι μαγισσών από γενιά σε γενιά, αδιάκοπα. Η συγγραφέας τούς εμφυσά χαρίσματα ως γνωρίσματα επιβίωσης, σε έναν σύγχρονο κόσμο που πολεμά τις μάγισσες, όπως καθετί θηλυκό. Με μυθολογικές αναφορές, θρύλους επαρχιακούς, χριστιανική παράδοση, διαφθορά και μυρωδάτα βότανα ακολουθούμε τη Λουίζα από παιδί, μέχρι την απελευθέρωσή της από τα δεσμά του κόσμου τούτου που την εχθρευόταν άθελά της. Το πεπρωμένο που κουβαλάμε στο αίμα μας, δεν το αγγίζουν κατάρες και ευχές, παρά οι δόλιες πράξεις των άλλων, των πιο δικών μας ανθρώπων.
Αγαπημένο απόσπασμα:
Πώς γίνεται όλα στη μητέρα φύση να είναι αρμονικά πλασμένα σε μια ευφάνταστη ισορροπία κι εμείς τα κακόμοιρα τα δίποδα να μην μπορούμε να ισορροπήσουμε πουθενά; Εξοντώνουμε, καταστρέφουμε, ρημάζουμε τις σάρκες ζωντανών, προδίδουμε αδερφούς και θεία, εκμαυλίζουμε οτιδήποτε έρχεται κόντρα στην άγρια φύση μας - στη σκοτεινή μας πλευρά - γιατί ο άνθρωπος από ένα φρούτο την έπαθε, και μάλιστα μήλο! Αχ, αυτή η Εύα… Γυναίκα δεν ήταν; Άρα αυτή έφταιγε, από κει ξεκίνησε το κακό και όλοι δαχτυλοδείχνουν τις διάφορες «Εύες» στην ιστορία του κόσμου. Πάντα «κάποια» πρέπει να φταίει· μια Εύα, μια γυναίκα, μια μάγισσα, μια πόρνη, μια παράνομη ερωμένη, μια αδιάφορη μάνα… μια… μια … ποτέ όμως ένας! Καημό το είχα αυτό είχα αυτό. Παντού απαγορευτικές πινακίδες, παντού «όχι» και «μη», απαγορευμένα συναισθήματα, λέξεις, τόποι, άνθρωποι, κείμενα, κι ένας απαγορευμένος καρπός.
Εύα Καραδημήτρη, Όταν οι μάγισσες δακρύζουν, εκδόσεις Πνοή, Αθήνα: 2019, σ. 159.